χορηγῇ

χορηγῇ
χορηγέω
lead a chorus
pres subj mp 2nd sg
χορηγέω
lead a chorus
pres ind mp 2nd sg
χορηγέω
lead a chorus
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”